μηχανητής

μηχανητής
μηχανητής, ὁ (ΑΜ) [μηχανώμαι]
αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανητής — deviser of engines of war masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”